- συμβολαιογραφικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον συμβολαιογράφο («συμβολαιογραφική αμοιβή»)2. αυτός που καταρτίζεται από συμβολαιογράφο («συμβολαιογραφική πράξη»)3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα συμβολαιογραφικάη αμοιβή τού συμβολαιογράφου για τη σύναψη συμβολαίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < συμβολαιογράφος. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].
Dictionary of Greek. 2013.